- τριπέτηλον
- τριπέτηλονthree-leafedneut nom/voc/acc sgτριπέτηλοςthree-leafedmasc/fem acc sgτριπέτηλοςthree-leafedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μινυανθής — μινυανθής, ές (Α) 1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) +… … Dictionary of Greek
τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] … Dictionary of Greek